κουρδικός

κουρδικός
-ή, -ό [Κούρδος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κούρδους ή στον τόπο τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γιαζήδες ή Γεζίτες — Κουρδικός λαός που ακολουθεί μία μουσουλμανική αίρεση με κεντρικό πρόσωπο τον Μελέκ Τάους ή Εκπεσόντα Άγγελο, αντίστοιχο με τον Εωσφόρο των χριστιανών. Σύμφωνα με ορισμένους, ιδρυτής της αίρεσης ήταν ο χαλίφης Γεζίντ, άλλοι όμως πιστεύουν πως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”